- καββαλικώτερος
- καββαλικόςgood at throwingmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek